περιβαλλοντολόγος

περιβαλλοντολόγος
conservationist

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιβαλλοντολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την περιβαλλοντολογία, αλλ. οικολόγος …   Dictionary of Greek

  • περιβαλλοντολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβαλλοντολογικός — ή, ό, Ν [περιβαλλοντολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιβαλλοντολογία («περιβαλλοντολογική έρευνα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”